Πληροφορίες

Η φωτογραφία μου
Όταν οι άλλοι κάνουν παρέλαση σαν γατιά έξω από την πόρτα του γαλατά (ΔΝΤ),εμείς βγαίνουμε στα κεραμίδια.

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

ΤΟ ΛΕΣΒΙΑΚΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930



Το ποδόσφαιρο στα χρονογραφήματα των Λεσβιακών εφημερίδων
τη δεκαετία του 1930*
                         
 Του Αριστείδη Καλάργαλη




*    Το κείμενο ανακοινώθηκε στο Συνέδριο με θέμα «Αθλητισμός, κοινωνικές πρακτικές και ταυτότητες φιλάθλων στη σύγχρονη Ελλάδα», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 27-28 Μαΐου 2011, από τα τμήματα Κοινωνιολογίας των Πανεπιστημίων Κρήτης, Αιγαίου και Παντείου.  
_________________________

Η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών στη Λέσβο είναι μία σημαντική πολιτισμική κίνηση. Μέχρι το 2008 έχουν καταγραφεί οι τίτλοι 404 εφημερίδων και 238 περιοδικών που έχουν εκδοθεί στη Λέσβο ή αλλού από Λέσβιους[1]. Πολλά έντυπα έχουν εκδοθεί τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 20ου αιώνα, είναι οι δεκαετίες ύπαρξης και δράσης της Λεσβιακής Άνοιξης.
Σημαντική θέση στην ύλη των εφημερίδων αυτών των χρόνων, αλλά και πολλών απ’ τους επόμενους, έχει το χρονογράφημα. Καθημερινά, στην πρώτη σελίδα, όλες οι εφημερίδες, ακόμα και οι αθλητικές, είχαν χρονογράφημα, μερικές φορές δημοσίευαν δύο στο ίδιο φύλλο. Ήταν το αγαπημένο ανάγνωσμα των αναγνωστών. Οι χρονογράφοι συνομιλούσαν με το κοινό τους, δεχόταν επιστολές, κατέγραφαν την καθημερινότητα και τις κοινωνικές δραστηριότητές της. Εκτός από το ευτράπελο και περιπαιχτικό ύφος καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα. «Για το Θεό. Μην πέσω στο χρονογραφικό σου τεριακλίκι», γράφει τον Οκτώβριο του 1927 ο Ασημάκης Πανσέληνος προς τον Μυριβήλη[2].
Στα χρονογραφήματα των εφημερίδων της Λέσβου έχει καυτηριαστεί ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ, το 1909, πριν εκπέσει. Ο εθνισμός και η απελευθέρωση του νησιού παρουσιάστηκαν νωρίς ως θέματα. Ο δημοτικισμός, ο φεμινισμός, η δικτατορία του Πάγκαλου, η οπισθοδρόμηση της Εκκλησίας και του σχολείου παρουσιάζονται ταυτοχρόνως με τη δημοσιογραφική ύλη. Ο χρονογράφος με τη θεματολογία του παρενέβαινε, σχολιάζοντας, την κοινωνική πραγματικότητα. Πολλά θέματα, αντί να καταγραφούν και να κριθούν από την καθημερινή αρθρογραφία, κρίνονταν και επικρίνονταν στο χρονογράφημα. Ήταν το λογοτεχνικό είδος που λειτούργησε έντονα ως δημοσιογραφικό.              
Στη Λέσβο ο πρώτος ποδοσφαιρικός αγώνας, όπως έχει καταγραφεί, δόθηκε τον Φεβρουάριο του 1908 ανάμεσα στους μαθητές του ελληνικού Γυμνασίου και τους μαθητές της γαλλικής Σχολής του Αγίου Λουδοβίκου[3]. Ο αγώνας διεκόπη λόγω επεισοδίων, ενώ οι μαθητές της γαλλικής σχολής προηγούντο με 3-0. Οι επόμενες ποδοσφαιρικές συναντήσεις γίνονται το 1916, όταν στον κόλπο Γέρας της Λέσβου ναυλοχεί ο αγγλικός στόλος. Τον Δεκέμβριο γίνονται δύο ποδοσφαιρικοί αγώνες· μεταξύ της Μεραρχίας Αιγαίου και αξιωματικών του αγγλικού πλοίου «Δωρίς» ο ένας αγώνας, και Άγγλων ναυτών ο δεύτερος[4]. Και στους δύο αγώνες νίκησαν οι αγγλικές ομάδες. Αναφέρονται ως οι πρώτοι αγώνες ποδοσφαίρου, μεταξύ ενηλίκων, στη Λέσβο[5]. Τότε ο δημοσιογράφος και χρονογράφος Ηλίας Ηλιάδης γράφει το χρονογράφημα «Όταν ήμην φουτμπολιστής»[6]. Χαριτολογώντας θέλει τον εαυτό του να παίζει ποδόσφαιρο  με κανονική στολή, την οποία καταστρέφει στον πρώτο υποτιθέμενο αγώνα.
Αργότερα, το 1929, ο δημοσιογράφος και ποδοσφαιριστής Πάνος Βελόνης δίνει διάλεξη με θέμα το «Ποδόσφαιρο». Αναφέρεται στις ποδοσφαιρικές αυτές συναντήσεις και στα αποτελέσματά τους: «Από τότε η αγάπη και ο πόθος αυτού του παιχνιδιού φυτεύτηκε και ρίζωσε στις ψυχές όλου του σημερινού ποδοσφαιρικού κόσμου. Από τότε βλέπει κανείς ένα ποδόσφαιρο που άλλοτε ξεψυχά και άλλοτε ξαναγεννιέται.[...] Ο κόσμος τις ευγενικές συναντήσεις άρχισε να παρακολουθεί με κάποιο ενδιαφέρον. Είχαν χωριστεί οι δύο μερίδες στους Κιοσκιανούς και τους Ταρλαδιανούς. Τους Κιοσκιανούς που συμπαθούσαν τον Άτλα και τους Ταρλαδιανούς που συμπαθούσαν τον Άρη. Ήταν μια αθλητική αναγέννηση που αν βαστούσε, η Μυτιλήνη θα ’χε σήμερα μια από τις πιο γερές Ελληνικές ομάδες»[7]. Για τους ίδιους αγώνες, του Αγγλικού στόλου και των Εφέδρων της Μυτιλήνης, ο αθλητής και γυμναστής Κλεάνθης Παλαιολόγος γράφει: «Μικρός εγώ, ενθουσιώδης για το ποδόσφαιρο, εθαύμαζα του γερούς άντρες στα ωραία παιχνίδια και τους εζήλευα. [...] Από τότε η Μυτιλήνη όλη έγινε ένα ολόκληρο τερέν ποδοσφαίρου. Δεν έμεινε συνοικία, πλατεία, χωράφι, που να μην αντηχεί απ τις φωνές και τα παιχνίδια των παιδιών»[8]. Αυτή η ποδοσφαιρική  κίνηση σταμάτησε εξ αιτίας του πολέμου.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, το 1923, οι παλιοί φίλαθλοι ιδρύουν νέες ομάδες, ο τοπικός πληθυσμός δείχνει ενδιαφέρον για τους αγώνες. «Ο κόσμος δεν μπορεί από γεννησιμιού του να είναι φίλαθλος αλλά οι σύλλογοι θα τον κάνουν με το όμορφο που θα παρουσιάσουν. Και τώρα βλέπουμε τι υπηρεσία μπορεί να προσφέρει το ποδόσφαιρο σ έναν σύλλογο». Καταλαβαίνει τα οικονομικά οφέλη που υπάρχουν από τους αγώνες και τα διεθνή παιχνίδια. Θεωρεί απαραίτητη την ύπαρξη πολλών ομάδων «γιατί τότε μονάχα θα υπάρχει άμιλλα τότε θα υπάρχει ατέλειωτη πάλη πια ομάδα θα αναδειχθεί καλύτερη», λέει ο Βελόνης στην ίδια διάλεξή του[9].
Γράφοντας αργότερα τις αναμνήσεις του θυμάται: «Στη Μυτιλήνη και εις όλα γενικώς τα χωριά, από τα πειο κοντινά ως τα πειο μακρυνά, από τα μεγαλύτερα ως τα μικρότερα, παντού ιδρυθήκανε Όμιλοι ποδοσφαιρικοί. Το κάθε χωριό έπρεπε να αντιπροσωπεύεται τουλάχιστο μ ένα σύλλογο [...] Η αγγελία της συναντήσεώς των προκαλούσε γενικό συναγερμό»[10]. Οι φίλαθλοι κατέβαιναν από τα χωριά με αυτοκίνητα, με βάρκες αλλά και με τα πόδια. Οι δρόμοι δεν αδειάζουν μόνο στις μέρες μας, όπως θέλει το γνωστό τραγούδι αλλά και τότε. «Την ημέρα της συναντήσεως η Μυτιλήνη ερημώνετο. Όλοι μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, από κάθε κοινωνικό σκαλοπάτι, αστριμώχνοντο στο γήπεδο αδιαφορούντες για την καιρική κατάσταση»[11]. Αλλά κι η επιδίωξη ήταν η ίδια. «Ο αντικειμενικός πεια σκοπός ήτο ένας και μόνος η απόσπαση της νίκης με κάθε τρόπο θεμιτό και αθέμιτο. Το σύνθημα ήτο να νικήσουμε και ας πατήσουμε και σε πτώματα ακόμα»[12].            
Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 το ποδόσφαιρο απασχολεί τις στήλες των τοπικών εφημερίδων. Η συμπεριφορά των φιλάθλων, οι ποδοσφαιριστές, τα επεισόδια, η πολιτική και το ποδόσφαιρο συναντούνται και στη θεματολογία των χρονογραφημάτων στις εφημερίδες του νησιού.
Τον Ιανουάριο του 1926 160 έφηβοι καταθέτουν έκκληση στον Μυριβήλη και ζητούν μέσω του Τύπου να δημιουργηθεί Δημοτικό Στάδιο, ταυτοχρόνως με το Δημοτικό Θέατρο που εξαγγέλθηκε η οικοδόμησή του. Ο Μυριβήλης επιδοκιμάζει την κίνηση αυτή των νέων και χαρακτηρίζει «ισχυράν ορμήν πολιτισμού» τη δημιουργία Θεάτρου και Σταδίου. Σ αυτά θα γίνει «Η σωματική και αισθητική μόρφωση του ανθρώπου. Η ωραία Τέχνη και το ωραίο Κορμί. Η άρτια ψυχή μέσα στο γεροπλασμένο τετράγωνο σώμα». Στο στάδιο προβλέπει και επιθυμεί να γίνεται «Η κατεργασία των γερών κορμιών. Ο ρυθμός που αγκαλιάζει τη δύναμη. Το αντρίκιο σώμα που θα αναπτύσσεται κάτω από τον Ελληνικόν ήλιον, αρμονικά και στέρεα»[13]. Ο ίδιος χώρος που προτείνεται για τη δημιουργία του Σταδίου το 1923 ήταν φυτεμένος με καπνά. «Θυμάμαι τη λύπη και την απογοήτευση που δοκιμάσαμε όταν μια μέρα αποδεχτήκαμε τους ζευγάδες που με το αλέτρι των άρχισαν να οργώνουν και να αυλακώνουν τον θησαυρό αυτόν του αθλητισμού» γράφει ο Βελόνης[14]. Είχε τη γνώμη ότι έπρεπε να γίνει «το Λεσβιακό Στάδιο χωρίς εκλιπαρήσεις και κρατικές επιχορηγήσεις, αλλά μόνον από την υποστήριξη των φιλάθλων μας»[15].  
Τέλη Οκτωβρίου 1926 ο Μυριβήλης διαπιστώνει ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής στη Λέσβο. Στο χρονογράφημα «Εκλογικόν ματς» γράφει: «Ο εκλογικός καυγάς άρχισε να παίρνει μορφήν καθαρώς αθλητικήν εν τη πόλει μας».  Ο πολιτευτής Λαζανάς απειλεί τον δημοσιογράφο της εφημερίδας Σάλπιγξ Τέρπανδρο Αναστασιάδη με ξυλοδαρμό. Ευφυολογεί και γράφει ότι «ο εκλογικός αγών της Μυτιλήνης ήρχισε πλέον να γίνεται αθλητικόν σπόρ, γυμναστική επίδειξις, αθλητική άσκησις, παλλεσβιακός γυμναστικός Σύλλογος.[...]Όποιος δόσει τις πιο πολλές κι όποιος αρπάξει τις πειο πολλές [...]Θα κατέρχονται εις τον στίβον του Ταρλά οι συναγωνιζόμενοι κατ αυτάς ποιος θα σώσει την Ελλάδα συμπολίται και θα λύνουν άψε – σβύσε τα εθνικά ζητήματα και τον αφαλόν των». Θα χρησιμοποιούν «επιχειρήματα με βαρύτητα κατ ευθείαν ανάλογον  προς την των γρόνθων των αγωνιζομένων διά την σωτηρίαν της Λέσβου μας πολιτευτών». Χαριτολογώντας εκφράζει αυτό που τόσοι πολίτες, είτε φίλαθλοι είτε όχι,  λένε και πράττουν: «εμείς οι  ψηφοφόροι Λέσβιοι θα εξακολουθούμε πάντοτε να δίδομεν συμφώνως προς τον εκλογικόν Νόμον δύο σταυρούς και τρεις… παναγίες»[16]. Πρόκειται για γηπεδικές φράσεις στην πολιτική, ή μήπως είναι ταυτόχρονη η χρήση τους στις διάφορες κοινωνικές εκφάνσεις της ζωής;  
Με το χρονογράφημα «Ο αιών του λακτίσματος», δημοσιευμένο τον Ιούλιο του 1930, μας προϊδεάζει και προαναγγέλλει την επερχόμενη λατρεία του ποδοσφαίρου. Ακούει, σε θεατρική παράσταση στην Αθήνα, διάλογο ηθοποιών θεατών με αναφορά σε ποδοσφαιριστές και χρήση της, άγνωστης σ’ αυτόν, ποδοσφαιρικής ορολογίας. Αισθάνεται άσχετος με τα διαδραματιζόμενα στη σκηνή, τα οποία παρακολουθεί ως επαρχιώτης. Κάποιος γονιός, φίλος του, προτρέπεται να ετοιμάσει τον γιο του για ποδοσφαιριστή, από την κοιλιά της μάνας του. Γιατί το ιδεώδες, όπως διαισθάνεται, είναι: «τα μεν αγοράκια τραβούν ολοΐσια από την κούνιαν των προς τον στίβον του λακτίσματος [...] ας συμμορφωθώμεν λοιπόν προς την νέαν κατάστασιν όσον το δυνατόν ταχέως». Οπότε η σημερινή λειτουργία των ονομαζόμενων Ακαδημιών ποδοσφαίρου είναι η συνέχεια στην αθλητική και κοινωνική εξέλιξη. Διαισθάνεται την εξάπλωση του ποδοσφαίρου στα κοινωνικά στρώματα και την ηρωοποίηση των ποδοσφαιριστών όταν γράφει: «Πλησιάζομεν δηλ[αδή] την εποχήν κατά την οποίαν ένας τζαναμπέτης γάιδαρος ''κλωτσών μεγαλείον'' θα είνε το ιδανικόν των ικανοτήτων της Φυλής»[17].  
Σε άλλο χρονογράφημα, της ίδιας χρονιάς, υπάρχει η εμπλοκή των θείων. Ένας ποδοσφαιριστής στην προπόνηση βγάζει το πόδι του. Οπότε μαζί με την προετοιμασία κάνει τάμα στην Παναγιά της Αγιάσου: «Παναγιά μου, γιάτρεψε το πόδι μου, τάχτηκε, και γω θα έρθω στην Αγιάσο να σανάψω κερί κλωτσώντας μαυτό το πόδι τη μπάλα του ποδοσφαίρου». Έτσι οι προσκυνητές βλέπουν τον ταμένο ποδοσφαιριστή να κλωτσά μία μπάλα από την πόλη της Μυτιλήνης ως την εκκλησία, με το γιατρεμένο πόδι του, για εκπλήρωση του θαύματος. Για την ίαση ο Μυριβήλης γράφει πως «Η Παναγιά τον άκουσε, και, με τη βοήθεια ενός γερού τριψήματος έγιανε το πόδι του αθλητού». Ενώ με τις πολύ εύστοχες παρατηρήσεις του προσδιορίζει ότι «Ο αθλητής αυτός είνε ένας "ταμένος" της εποχής μας». Προσεγγίζει με κοινωνιολογική εξήγηση το γεγονός αυτό, έστω κι αν το γραπτό του είναι ένα χρονογράφημα μικρού μεγέθους. «Διότι όσον και αν το ανθρώπινον πνεύμα απελευθερώνεται από το σκοτάδι της αμάθειας, η υποσυνείδητη μυστικοπάθειά μας δε θα πάψει να μας γελοιοποιεί με λογής λογής παιδαριωδίες»[18].  Μια πρακτική που συμβαίνει μέχρι σήμερα, και άγνωστο για πόσο θα συνεχίσει στο μέλλον. Σήμερα στον Ταξιάρχη Μανταμάδου, στη Λέσβο, υπάρχει το ακόντιο του αθλητή Γκατσιούδη, ως τάμα.
Σε μια άλλη εφημερίδα της Λέσβου, τον Δημοκράτη, την ίδια περίοδο, Ιούλιος του 1931, ο χρονογράφος Τέρπανδρος Αναστασιάδης γράφει το χρονογράφημα «Το ποδόσφαιρον». Ως αφηγητής ενημερώνει τι έγινε σε αγώνα ποδοσφαίρου στην Αθήνα. «Δεν εδιάβασες τι έγινε εις τας Αθήνας τώρα τελευταίως εις μίαν ποδοσφαιρικήν συνάντησην; Οι παίκται αφήκαν την μπάλα χάμου, αφήρεσαν τον λόγον από τα πόδια των, και τον έδωκαν εις τα χέρια». Μεταφέρει ευθυμογραφικά τον ξυλοδαρμό μιας ποδοσφαιρικής συνάντησης στην Αθήνα. Το αποτέλεσμα δεν καταγράφηκε από τον διαιτητή αλλά από τον χειρουργό γιατρό. Η περιγραφή του είναι σαν από σημερινό σκληρό αγώνα. «Κατά την χθεσινήν συνάντησιν των ομάδων τάδε και τάδε, οι αντίπαλοι συνεπλάκησαν μετά πρωτοφανούς ορμητικότητος. Αποτέλεσμα ήτο ο θάνατος τριών ποδοσφαιριστών, και ο τραυματισμός ετέρων οκτώ.
Τα όργανα της χωροφυλακής επετέλεσαν ευόρκως το καθήκον των, μεταφέραντα εγκαίρως, τους μεν νεκρούς εις τας οικίας των, τους δε τραυματίας εις την κλινικήν».  Προβλέπει κι αυτός ότι το παιχνίδι του ποδοσφαίρου θα συνεχίσει να είναι θλιβερό και θα μεταφέρονται τραυματίες και νεκροί στα σπίτια τους[19]. Η αγριότητα αποτυπώνεται και σε γελοιογραφία, τον Ιούνιο του 1930, από τον σκιτσογράφο Μίλτη Παρασκευαϊδη. Στη γελοιογραφία του δείχνει «παράγοντα» του ποδοσφαίρου με ρόπαλο να χτυπά επιθετικό παίχτη, ο οποίος με τη σειρά του κλωτσά στο πρόσωπο τον αντίπαλο τερματοφύλακα. Πίσω από την εστία δέρνονται φίλαθλοι[20]. Η απεικόνιση αυτή, πριν 85 χρόνια, μας παραπέμπει σε φωτογραφικές σκηνές ενός σημερινού ποδοσφαιρικού αγώνα.   
Την αγριότητα των ποδοσφαιρικών αγώνων μεταφέρει στη ζωή της αγοράς ο χρονογράφος Νίκος Σαραντάκος. Για την ονομαζόμενη «πλάκα», άνθρωποι της αγοράς κλοτσούν μια γάτα. Διαπιστώνει ότι «ησχολούντο ως ποδοσφαιρισταί ή ημίονοι εις το λακτίζειν ευστόχως εν μέσω ιαχών και αλαλαγμών την ατυχή γάταν». Ο αφηγητής νοιώθει την αδυναμία παρέμβασης. Έτσι, «Μη αντέχων εις το θέαμα και μη δυνάμενος να επέμβω διότι ο χύδην όχλος εξαγριούται όταν του διακόπτουν τας απολαύσεις του ανεχώρησα χωρίς να ιδώ την έκβασην της μάχης». Νιώθει την αδυναμία του ως άτομο, είναι εκτός της λογικής αυτής και προβληματίζεται: «αυτός ο λαός ο χριστιανικός και πολιτισμένος είναι άραγε άξιος της ελευθερίας του;»[21]. 
Μπορούμε να κάνουμε τη σκέψη και την υπόθεση: χρονογραφήματα είναι αυτά, ένα δημοσιογραφικό – λογοτεχνικό είδος που εμπεριέχει υπερβολή. Γράφτηκαν για να καλυφθεί η αντίστοιχη στήλη. Και όσοι γνωρίζουν ή έχουν μελετήσει αυτό το είδος ξέρουν ότι το θεματικό έναυσμα πολλές φορές απέχει από την πραγματικότητα. Όμως τα ίδια χρόνια έχουν καταγραφεί, στις εφημερίδες της Λέσβου, επεισοδιακά γεγονότα στους αγώνες ποδοσφαίρου. Στις 8 Μαΐου 1931 «Τα Διοικητικά Συμβούλια των Συλλόγων Παλλεσβιακού και Άρεως απευθύνουν την θερμήν παράκλησιν προς τα μέλη και τους οπαδούς των όπως κατά την ποδοσφαιρικήν συνάντησιν της Κυριακής κρατήσωσι την αρμόζουσαν σαν εις αθλητάς και φιλάθλους ευγενικήν στάσιν απέναντι των αντιπάλων ομάδων αποφεύγοντες πάσαν πρόκλησιν και ζωηράν εκδήλωσιν τόσον εντός του γηπέδου κατά την διάρκειαν του αγώνος όσον και μετά την λήξιν αυτού»[22]. Όμως καθώς φαίνεται από επόμενο δημοσίευμα δεν βελτιώθηκε η κατάσταση. Έτσι στις 15 του ίδιου μήνα διαβάζουμε ότι «Συνεστήθη ενταύθα σύλλογος με σκοπόν να καταπολεμήσει το ποδόσφαιρον! Να καθησυχάσει τα πνεύματα και να θέσει… τέρμα εις τας θορυβώδεις εκδηλώσεις των φανατισμένων λατρών του ποδοσφαίρου. Ο σκοπός όμως αυτός δεν είναι ποτέ δυνατόν να πραγματοποιηθεί, δεδομένου ότι η μεγαλυτέρα μερίς της κοινωνίας μας έχει ήδη παρασυρθεί από την… μπάλαν! Συνεπώς κάθε προσπάθεια του πρωτότυπου αυτού Συλλόγου, του οποίου ως πληροφορούμεθα, ηγείται νεαρός λογοτέχνης, θα αποβή επί ματαίω. Η σφαίρα θα λακτίζεται, εις πείσμα των εχθρών της, και τα πλήθη του κόσμου θα κατακλύζουν τα γήπεδα»[23].
Αξίζει να παρατεθεί παράλληλα κι η άποψη ενός γυμναστή αυτής της εποχής. Γράφει ο Νίκος Κουφέλης στο άρθρο του «Να ξυπνήσουν και να σταματήσει το κακό» για τους παράγοντες: «Όλοι οι κατά φαντασίαν παράγοντες του αθλητισμού άρχισαν να κινούνται, ενώ αντιθέτως ετάχθησαν σε αναγκαστική ακινησία οι πραγματικοί ιδεολόγοι φίλαθλοι παράγοντες.
Οι παράγοντες αυτοί θέλησαν να παρουσιάσουν κάτι, να κλείσουν τα μάτια του κόσμου, να επιτύχουν τον σκοπό τους». Και επειδή δύσκολα θα επιβαλλόταν στον κλασικό αθλητισμό «στράφηκαν στο ποδόσφαιρο το οποίο ήταν πολύ ευκολοεκμετάλλευτο και τους έδινε όλα τα μέσα για την επιτυχία του σκοπού τους»[24]. Για τους ίδιους παράγοντες ο Βελόνης γράφει: «Οι αλλοπρόσαλλοι όψιμοι ηγήτορες που τόσο ασυλλόγιστα έφεραν τους Συλλόγους σ αυτά τα ανεπανόρθωτα οικονομικά χάλια, ετράπηκαν εις άτακτον φυγήν»[25].             
Οι Λέσβιοι χρονογράφοι με τα χρονογραφήματα αυτά είναι διορατικοί. Αποτυπώνουν την αγριότητα του ποδοσφαίρου πολύ νωρίς, τη χρήση χουλιγκανικών πράξεων στην πολιτική και στην καθημερινή ζωή, και τη μοιρολατρία του καθημερινού ανθρώπου. Όλοι τους δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το ποδόσφαιρο, ούτε και με τον αθλητισμό. Όμως αφουγκράζονται την κάθε κίνηση της κοινωνίας, αντιλαμβάνονται τις αλλαγές που γίνονται αλλά και αυτό που θα ρθει.            



[1]    Κώστας Μίσσιος, Ο Λεσβιακός Τύπος και οι δημιουργοί του (24 Αυγούστου 1864 – 31 Μαρτίου 2008), Αθήνα 2009, σ. 15.
[2]    Ασημάκης Πανσέληνος, «Η Λεσβιακή Τέχνη», Ταχυδρόμος, φ. 401, 29.1.1927, σ. 1.
[3]    Στρατής Αναγνώστου, «Πότε πρωτοπαίχτηκε ποδόσφαιρο στη Μυτιλήνη», Πρωτο – Πορεία, τχ. 4, Ιούλ. -  Αύγ. 1999, σ. 21-22. 
[4]    Ο Σπόρτσμαν, «Φουτ – Μπωλ», Κήρυξ, φ. 178, 3.12.1916, σ. 3. Kαι Ανωνύμου, «Νέοι αγώνες φουτ – μπωλ», Κήρυξ, φ. 187, 14.12.1916, σ. 3. 
[5]    Ανωνύμου, «Αγών ποδοσφαίρου», Κήρυξ, φ. 179, 5.12.1916, σ. 3. Kαι  Ανωνύμου, «Το χθεσινόν ματς του φουτ μπωλ», Κήρυξ, φ.190, 19.12.1916, σ. 2.
[6]              Ο Λέσβιος [Ηλίας Ηλιάδης], «Όταν ήμην φουτμπολιστής», Κήρυξ, φ. 181, 7.12.1916, σ. 1.
[7]              Κώστας Μίσσιος, Μια ενδεκάδα... αποδεκατισμένη…, Μυτιλήνη 2004, σ. 85 – 86.
[8]    ό. π., σ. 86 – 87.
[9]    ό. π., σ. 88 – 89.
[10]  Πάνος Βελόνης, Ο Λεσβιακός αθλητισμός, Ι Λεσβιακή κολύμβηση, Μυτιλήνη 1935, σ. 18.
[11]  ό. π.
[12]  ό. π., σ. 20.
[13]         Στράτης Μυριβήλης, «Εκατόν εξήντα έφηβοι», Ταχυδρόμος, φ. 97, 24.1.1926, σ. 1.
[14]  Κώστας Μίσσιος, Μια ενδεκάδα... αποδεκατισμένη…, Μυτιλήνη 2004, σ. 83.
[15]  Πάνος Βελόνης, Ο Λεσβιακός αθλητισμός, Ι Λεσβιακή κολύμβηση, Μυτιλήνη 1935, σ. 21.
[16]         Στράτης Μυριβήλης, «Εκλογικόν ματς», Ταχυδρόμος, φ. 323, 24.10.1926, σ. 1.
[17]         Στράτης Μυριβήλης, «Ο αιών του λακτίσματος», Ταχυδρόμος, φ. 1435, 4.7.1930, σ. 1.
[18]         Στράτης Μυριβήλης, «Η Παναγία – ρέφερ», Ταχυδρόμος, φ. 1472, 17.8.1930, σ. 1.
[19]         Τέρπανδρος Αναστασιάδης, «Το ποδόσφαιρον»,  Δημοκράτης, φ. 994, 31.7.1931, σ. 1.
[20]         Μίλτης Παρασκευαΐδης, «Η εξέλιξις του ρωμέικου ποδοσφαίρου», Δημοκράτης, φ. 560, 14.6.1930, σ. 1.
[21]         Νίκος Σαραντάκος, «Η νίκη»,  Δημοκράτης, φ. 219, 14.5.1929, σ. 1.
[22]         Τα διοικητικά συμβούλια, «Έκκλησις προς τους φιλάθλους», Δημοκράτης, φ. 834, 8.5.1931, σ. 4.
[23]         [Τέρπανδρος Αναστασιάδης], «Στο φτερό», Δημοκράτης, φ. 840, 15.5.1931, σ. 2.
[24]         Νίκος Κουφέλλης, «Να ξυπνήσουν και να σταματήση το κακό», Δημοκράτης, φ. 679, 31.10.1930, σ. 1.
[25]         Πάνος Βελόνης, Ο Λεσβιακός αθλητισμός, Ι Λεσβιακή κολύμβηση, Μυτιλήνη 1935, σ. 21.

====================================================================================
Κεραμιδόγατος
ο μαντουμανταδόρος-(Β.Π) 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου